Το μεγάλο κενό του εθνικού και δημόσιου συστήματος παιδικής προστασίας και οι διαχρονικές ευθύνες της Πολιτείας
Η δυσώδης υπόθεση βιασμού και μαστροπείας της 12χρονης στον Κολωνό προκαλεί σοκ και αποτροπιασμό στο πανελλήνιο.
Το οικείο παύει να είναι ασφαλές. Αυτό που θεωρούμε ασφαλές, τελικά διαρρηγνύεται. Τα πρόσωπα υπεράνω υποψίας κατακρημνίζονται. Η επιμελήτρια Ανηλίκων του Δικαστηρίου Καλαμάτας και υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας (ΣΚΛΕ) Αγγελική Ρουμελιώτου αναδεικνύει το μεγάλο κενό του εθνικού και δημόσιου συστήματος παιδικής προστασίας και τις διαχρονικές ευθύνες της Πολιτείας, που για άλλη μια φορά αποτυγχάνει να προστατεύσει την ανηλικότητα ως ιερή.
Συνέντευξη στη Νικολέττα Κολυβάρη
– Μια ακόμα υπόθεση βιασμού κατά συρροή ενός 12χρονου παιδιού “συγκλονίζει” το πανελλήνιο. Τονίζω το “μια ακόμα” και αναρωτιέμαι τι το διαφορετικό παρατηρείτε εσείς σε αυτή την υπόθεση, σε σχέση με το ενδιαφέρον που δείχνει ο μέσος πολίτης;
Ο πολίτης εντοπίζει για άλλη μια φορά και με εξαιρετικά τραγικό τρόπο πόσο ευάλωτος είναι και πόσο εύκολο είναι να καταστεί θύμα η ιερή ανηλικότητα. Φοβάται για την ατομική του ευαλωτότητα, την ευαλωτότητα της οικογένειάς του, των παιδιών του. Νιώθει τη δυσωδία του κινδύνου πολύ κοντά σε όσα θεωρούσε ασφαλή. Γενικότερα, οι άνθρωποι όταν παρακολουθούν τέτοιες τραγικές καταστάσεις, οι οποίες συμβαίνουν σε άλλους, αναπτύσσουν ένα εσωτερικό μηχανισμό να τοποθετούν τον εαυτό τους σχεδόν ασυναίσθητα και εικονικά σε ένα υποθετικό σενάριο που τους περιλαμβάνει. “Αν συνέβαινε σε μένα;”, αναρωτιούνται πολύ εσωτερικά. Ενίοτε, απαντώντας μέσα τους ότι δεν συμβαίνει σε αυτούς, επιβεβαιώνουν το ασφαλές στο οποίο διαβιούν εκείνοι και οι σημαντικοί άλλοι τους. Έτσι μπορούν να συνεχίσουν. Στις περιπτώσεις όπως αυτή, τι μαθαίνουμε; Το οικείο παύει να είναι ασφαλές. Αυτό που θεωρούμε ασφαλές, τελικά διαρρηγνύεται. Τα πρόσωπα υπεράνω υποψίας κατακρημνίζονται. Ο πολίτης διαπιστώνει ότι είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους μέσα στο ίδιο του το οχυρό, στο οποίο θεωρούσε μέχρι τώρα ότι δεν διατρέχει κίνδυνο. Τα τείχη της οικογένειας που περιφρουρούν τα μέλη της από το ξένο μοιάζουν να κλυδωνίζονται. “Ποιος είναι ο επικίνδυνος;”, είναι το ερώτημα που αναδύεται. “Ποιος μπορεί να είναι εχθρικός; Και πώς θα το ξέρω;”. Και εν τέλει πώς θα προστατευτώ και θα προστατεύσω αν δεν μπορώ να αντιληφθώ την επικινδυνότητα ατόμων που μέχρι χθες έμοιαζαν να είναι οικεία;
– Πώς μπορεί ένα παιδί επί 4 μήνες να εκδίδεται από σωματέμπορους και να βιάζεται από περισσότερους από 200 “πελάτες” κι αυτό να περνάει απαρατήρητο;
Απαρατήρητο περνά ολόκληρο το σύστημα παιδικής προστασίας δυστυχώς. Αυτό που καταδεικνύεται για άλλη μια φορά είναι το μεγάλο κενό του εθνικού και δημόσιου συστήματος παιδικής προστασίας, όπου θα υπάρχει ενιαίος συντονισμός, διεπιστημονικότητα, εμπεριστατωμένα πρωτόκολλα εργασίας και εξατομικευμένα σχέδια παρεμβάσεων που θα υποστηρίζει τα παιδιά και θα προστατεύει τα δικαιώματά τους. Γνωρίζουμε όλοι ότι στη χώρα μας καταστρατηγούνται ακόμη και οι θεμελιώδεις αρχές της Διεθνούς Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού όπως το βέλτιστο συμφέρον του ή η προτεραιότητα στην ανάπτυξη και στην προστασία κάθε παιδιού, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο και των Συστάσεων του ΟΗΕ. Όταν καταστρατηγούνται αυτές οι αρχές ανοίγονται κερκόπορτες μέσα από τις οποίες εμφανίζεται ακόμη και το έγκλημα ενάντια στο παιδί.
– Μα επιτέλους, λειτουργεί ή όχι ακόμη αυτό το εθνικό σχέδιο δράσης για τα δικαιώματα του παιδιού ή μιλάμε εδώ για επιδεικτική αγνόηση από πλευράς του σχολείου και συνάμα ανυπαρξία σοβαρής και συστηματικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών, που διαχειρίζονται περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης;
Δεν λειτούργησε ποτέ ένα τέτοιο σχέδιο, εθνικό και δημόσιο, επί της ουσίας. Ετοιμάζεται πολλά χρόνια τώρα αλλά δυστυχώς σκοντάφτει σε βασικά ελλείμματα με μεγάλο θύμα τον ανήλικο και το βέλτιστο συμφέρον του. Τα σχολεία εκφράζουν διαρκή έκκληση συνδρομής στο έργο τους, το ίδιο και οι επαγγελματίες που αγωνιούν ώστε να ανταποκριθούν στο ύψιστο καθήκον τους για να λειτουργήσουν ως θεματοφύλακες των δικαιωμάτων των παιδιών.
Μια τεράστια αναγκαιότητα στο πεδίο το οποίο αναφερόμαστε είναι η επαρκής στελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που αποτελούν τις κατεξοχήν υπηρεσίες παροχής πρωτοβάθμιας και επείγουσας κοινωνικής φροντίδας. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί των Κοινωνικών Υπηρεσιών των δήμων καλούνται να καλύψουν ανάγκες πολιτών σε αναλογία ενός κοινωνικού λειτουργού ανά 40.000 κατοίκους ή και περισσότερους και αναγκάζονται να εργαστούν με αναλογίες 1 κοινωνικός λειτουργός ανά 400 ή και περισσότερους ωφελούμενους, άτομα ή οικογένειες, καταγράφοντας μία από τις υψηλότερες αναλογίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο και υπερβαίνοντας κατά πολύ τα διεθνώς αποδεκτά πρότυπα, με δραματικές συνέπειες στην αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η στελέχωση λοιπόν των υπηρεσιών και των σχολείων, με μόνιμο και σταθερό προσωπικό, η εξασφάλιση των υπηρεσιών με υλικό, εξοπλισμό και πόρους, η διαρκής επιμόρφωση και εποπτεία των επαγγελματιών, η θεσμική τους προστασία αναφορικά με το απόρρητο και το ακαταδίωκτο όταν διατυπώνουν τις διαπιστώσεις τους σε συνδυασμό με τη θεσμοθέτηση πρωτοκόλλων παρέμβασης και διεπιστημονικότητας είναι εκείνα που θα αποτελέσουν τα βασικά ερείσματα ενός ουσιαστικού εθνικού σχεδίου δράσης.
– Θα επιμείνω, υπάρχει πρωτόκολλο διαχείρισης τέτοιων περιστατικών; Κι αν δεν υπάρχει, πώς προστατεύεται στη χώρα μας η ανηλικότητα;
Στην πρόσφατη κοινή επιστολή της προέδρου ΣΚΛΕ, κ. Αθανασίου και της βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, κ. Κουφονικολάκου, προς την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος, αναφορικά με το σύστημα κοινωνικής προστασίας και τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων της χώρας αναφέρεται λεπτομερώς ότι “η απουσία κοινής γραμμής και πρωτοκόλλων για τη διενέργεια κοινωνικής έρευνας αλλά και για την παρακολούθηση και υποστήριξη των οικογενειών συντελεί στην αποδυνάμωση του συστήματος δεδομένου ότι η διαχείριση περιπτώσεων κακοποίησης/παραμέλησης θα πρέπει να απορρέει από ένα ενιαίο και συγκροτημένο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των υπηρεσιών”. Οι επαγγελματίες έχουν λάβει πλήρη εκπαίδευση αλλά αναπτύσσουν παρεμβάσεις σε συνθήκη υψηλού κινδύνου. Αισθάνονται λοιπόν οι ίδιοι πιο ασφαλείς και έγκυροι όταν η διαδικασία που αναπτύσσουν είναι η προβλεπόμενη και εκείνη που θα τους διασυνδέσει με τον υπόλοιπο κοινωνικοπρονοιακό ιστό εν τω μέσω του οποίου τοποθετείται το παιδί και η οικογένεια του. Άρα χρειαζόμαστε τα πρωτόκολλα τα οποία θα καταγράφουν ως θεσμοθετημένο λόγο τη διαδρομή των παρεμβάσεων εξασφαλίζοντας τον ίδιο τον επαγγελματία, κυρίως όμως το ίδιο το παιδί. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, να προστατεύσουμε την ανηλικότητα ως ιερή.
– Και μια τελευταία ερώτηση κ. Ρουμελιώτου, τι πρέπει να γίνει για να προστατευθεί αυτό το παιδί και κάθε παιδί από τη θυματοποίηση κατά την ποινική διαδικασία αλλά και από τον κοινωνικό του περίγυρο;
Θα πρέπει να εφαρμοστούν οι βασικές αρχές που έχουν θεσμοθετηθεί στις διατάξεις που αφορούν τη δικανική εξέταση ανηλίκου και οι οποίες εξειδικεύουν στο χρόνο, τη συχνότητα, τον τόπο, τα πρόσωπα εξέτασης ενός παιδιού. Αναφέρομαι στο ν. 4478/2017 και την ΥΑ 7320/2019 (ΦΕΚ Β΄ 2238/10.06.2019) που αναφέρεται στη λειτουργία των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων “Σπίτι του Παιδιού”. Επίσης είναι πολύ καθοριστικό να λειτουργήσουν οι ασφαλιστικές δικλείδες προστασίας του παιδιού όπως αυτές έχουν οριστεί από τη Διεθνή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Παιδιού η οποία έχει κυρωθεί με νόμο στην χώρα μας από το 1992. Έχουμε λοιπόν νομοθετικά κείμενα, αυτό που χρειάζεται είναι να εφαρμοστούν.
Κυρίαρχη αρχή προστασίας αυτού του παιδιού και κάθε παιδιού είναι η διαφύλαξη των ευαίσθητων προσωπικών του στοιχείων και της παιδικότητάς του, τα οποία όμως, όπως είδαμε, παραβιάστηκαν πολλαπλά. Δυστυχώς! Δυστυχώς γιατί η ζημιά από μια τέτοιου είδους υπερέκθεση είναι τεράστια και πιθανά δυσεπίλυτη.